- ευκατάποτος
- εὐκατάποτος, -ον (Α)αυτός που καταπίνεται εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-ποτος (< κατα-πίνω), πρβλ. α-κατά-ποτος, δυσ-κατά-ποτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐκατάποτα — εὐκατάποτος easily swallowed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)